Ο Παπαποστόλης γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1871 στο Αγρίνιο, όπου και πέθανε τον Αύγουστο του 1960. Αφού τελείωσε την στοιχειώδη εκπαίδευση στο Αγρίνιο, διορίστηκε Γραμματοδιδάσκαλος και επί περίπου δύο χρόνια παρέμεινε στον Βλοχό Τριχωνίδας. Στη συνέχεια διορίστηκε υπογραμματέας του Ειρηνοδικείου Αγρινίου. Νυμφεύτηκε την Μαριγώ Μαρκοπούλου, που πρόωρα πέθανε. Τον Σεπτέμβριο του 1901 στο Θέρμο έλαβε από τον τότε Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας Παρθένιο τον πρώτο βαθμό της Ιερωσύνης, του Διακόνου. Τον Ιούνιο του 1903 χειροτονήθηκε στην Αθήνα ιερεύς και τοποθετήθηκε αμέσως ως εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Χριστόφορου Αγρινίου. Το 1924 ο τότε Μητροπολίτης, αφού εκτίμησε τη δράση και τις αρετές του π. Αποστόλου, του απένειμε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη και τον ανεκήρυξε Αρχιερατικό Επίτροπο Αγρινίου. Η δράση του μακαριστού Γέροντος επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής. Τρέχει παντού για να ανακουφίσει και να ενθαρρύνει. Με την καλωσύνη του, καθώς και με τις άλλες αρετές γλυκαίνει τους πόνους των πληγωμένων καρδιών. Επισκέπτεται κατά τα χρόνια της κατοχής φυλακισμένους, παρηγορεί και νοσηλεύει τους ασθενείς, και σωματικά, μα κυρίως πνευματικά. Κανείς από τους παλαιοτέρους σε ηλικία, παρατηρεί ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Αχελώου κ. Ευθύμιος δεν θυμάμαι τον Παπαποστόλη με αδειανές τις τσέπες του. Ήταν πάντοτε γεμάτες. «Γιατί ήταν προέκταση της καρδιάς του, που ήταν πάντα γεμάτη αγάπη για όλους και τον καθένα ξεχωριστά». Πώς λοιπόν κατόρθωσε να επιβληθεί στην κοινωνία; Ποιο ήταν το μυστικό του Παπαποστόλη; θα μας το πει ο αείμνηστος π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος. «Ήταν η αγάπη του η πολλή και η καλωσύνη του η μεγάλη. Εχθρούς δεν είχε. Αγαπούσε όλους τους ανθρώπους. Κακό δεν έλεγε για κανένα. Γϊ αυτό ο δεσπότης του ο Ιερόθεος έλεγε ότι ο Παπαποστόλης και τον διάβολο ακόμα καλό τον λέγει».
Αγαπούσε τους δυστυχισμένους, γράφει ο Παν. Κουτσούκης. Και συνεχίζει: "Το βάσανό τους το μάθαινε πρώτος αυτός. «Τόση ήταν η αγάπη του, ώστε γνώριζε τις στενοχώριες και τις χαρές κάθε οικογενείας και κάθε ενορίτη του». «'Εχαιρε μετά χαιρόντων, έκλαιε μετά κλαιόντων». Έγινε «τοις πάσι τα πάντα, ίνα τους πάντας κερδήση», μιμούμενος σε όλη του τη ζωή τον θεηγόρο Απόστολο Παύλο, γενόμενος κι αυτός με τη σειρά του Απόστολος και «σκεύος εκλογής». Αγαπούσε χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς υπολογισμούς. Αγαπούσε απλά όλους τους ανθρώπους. Όλους! Και τους εχθρούς του ακόμη. Ενώ ήταν κατώτερος στη γνώση και τη σοφία από πολλούς μορφωμένους της εποχής του, τους ξεπερνούσε όμως κατά πολύ στην αγάπη. Εξάλλου αυτό είναι εκείνο που σήμερα και πάντα θα καταξιώνει την ύπαρξη του. Δικό του έργο του και προσωπικός του μόχθος είναι και ο περικαλλής νέος Ιερός Ναός του Αγίου Χριστόφορου Αγρινίου. Του «Αφέντη του Αγίου», όπως έλεγε και ο ίδιος. Ένας νέος ναός, σύγχρονος και ευρύχωρος και το πιο σημαντικό, μέσα στην πόλη του Αγρινίου. Οι εργασίες άρχισαν το 1920 και τελείωσαν το 1937. Ένας πραγματικός άθλος, αν αναλογισθεί κανείς τις συνθήκες της εποχής. Η σχέση που είχε αναπτύξει με τον πολιούχο και προστάτη μας Αγιο Χριστόφορο έχει μείνει στη μνήμη όλων των πιστών του Αγρινίου και όχι μόνο. Ο ναός του Αγίου ήταν το δεύτερο σπίτι του π. Αποστόλου. Με τον «αφέντη» του Άγιο μιλούσε απλά ως οικείος, συζητούσε μαζί του, προσευχόταν σε αυτόν, του έθετε τα προβλήματα του (τα προβλήματα των συνανθρώπων του δηλαδή), έπαιρνε την ευλογία του και προχωρούσε. Κάποια χρονιά λίγο πριν του Αγίου Χριστόφορου - διηγούνται οι παλαιότεροι σε ηλικία Αγρινιώτες - φοβήθηκε μήπως λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν, δεν πάνε οι πιστοί να προσκυνήσουν στη χάρη του Αγίου. Αυτό θα είχε ως συνέπεια να μην εξοικονομηθούν τα απαραίτητα χρήματα για τη συνέχεια των έργων. - Αγιε Χριστόφορε, τον άκουσαν να λέει τότε, δικός σου είναι ο ναός. Αν θέλεις να συνεχίσουμε, κάνε να μη βρέξει. Λόγια απλά. Λόγια που επαναλαμβανόταν συνέχεια και που δείχνουν ακριβώς την οικειότητα του γέροντος και τη μεγάλη του εμπιστοσύνη στον αγαπημένο του Άγιο. Παράλληλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δικό του έργο είναι και η δενδροφύτευση σε εκείνο το γυμνό βουνό με τα λίγα δέντρα, που έγινε αργότερα το αλσύλλιο του παλαιού Αγίου Χριστόφορου, η μοναδική πηγή οξυγόνου για όλο το Αγρίνιο ακόμη και σήμερα. Η Ακαδημία Αθηνών, εκτιμώσα την προσπάθεια και το μεγάλο έργο του π. Αποστόλου, τον βράβευσε και προσέφερε χρηματικό ποσό για το δάσος που δημιούργησε. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1944, ημέρα του Σταυρού, εμφανίστηκε και εδώ η σεβάσμια μορφή του Παπαποστόλη με τα σωτήρια όπλα της αγάπης και της πίστεως. Ο γέροντας ως επικεφαλής μιας επιτροπής Αγρινιωτών πατριωτών επεμβαίνει σωτήρια ανάμεσα στις αντάρτικες δυνάμεις του ΕΛΑΣ και στον ταγματάρχη Γ. Τολιόπουλο του τάγματος ασφαλείας της πόλεως μας και κατορθώνει να αποτρέψει την πόλη του Αγρινίου από «ένα φοβερό αιματοκύλισμα ενός αδελφικού αλληλοσπαραγμού». Γράφει ο θεολόγος και βιογράφος του π. Αποστόλου κ. Ανδρέας Κωστακιώτης: «Ο γέροντας· ήταν όλος απλότητα και ταπείνωση». Χαρακτηριστικό της ταπεινοφροσύνης του είναι και το ακόλουθο γεγονός. Όταν η δημοτική αρχή Αγρινίου έφτιαξε το πρόπλασμα της προτομής του, πότε δεν θέλησε να το δει, παρά τις παρακλήσεις πολλών. Διαμαρτυρόταν λέγοντας: «Εγώ δεν έκανα τίποτε, γιατί να γίνουν όλα αυτά; Τι χρειάζονται;». Λόγια ανθρώπου βαθιά ταπεινού. Το φρόνημα του ήταν απόλυτα τοποθετημένο, γεμάτο ειρήνη και γαλήνη, μέσα στο πλαίσιο της ομορφιάς και της χάριτος που δίνει η ταπείνωση. Πλήρης ημερών παρέδωσε την αγιασμένη του ψυχή στον θεό, αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και αφού παρεκάλεσε αυτούς που τον φρόντιζαν να δοθεί η μοναδική του περιουσία (ο σταυρός και τα παπούτσια του) στους φτωχούς. Ήταν 13 Αυγούστου του 1960 και ώρα 6.00 μ.μ. Ο λαός του Αγρινίου και ολόκληρης της Αιτωλοακαρνανίας θρηνούσε την απώλεια ενός πραγματικά αγίου.
Να πώς χαρακτηρίζει τον Παπαποστόλη ο Κώστας Τριανταφυλίδης: "Ο Παπαποστόλης δεν ήταν ούτε σοφός ούτε ρήτορας. Κι όμως η ζωή του ήταν ολάκερη σοφία και το παράδειγμα του πιο εύγλωττο κι από την ευφραδέστερη ακόμα ρητορική. Ποιο ήταν άραγε το μυστικό του; Ήταν η αγάπη του Α και το Ω της θρησκείας μας. Αυτό που ή τόχεις - και είσαι γνήσιος Χριστιανός ή δεν τόχεις—και είσαι κύμβαλον αλαλάζον. Όταν ακούμε αγάπη, πάει ο νους μας σε ένα σωρό συναισθηματισμούς ή ακόμα γλυκερότητες και εγωπαθείς προσηλώσεις. Όχι τέτοια. Η αγάπη του Παπαποστόλη ήταν «όμορφη». Όμορφη και καθαρή σαν το κρυστάλλινο νερό. Κυλάει το νεράκι ανάμεσα από λογής χορταρικά. Σκύβεις του λόγου σου, ξεδιψάς, και ευλογείς το θεό για τα δωρήματα του. Τον θυμάμαι, που λες, κατέβαινε από το δρόμο της εκκλησίας του, σωστή βιβλική μορφή. Σταματούσε μπροστά σε όλους κι είχε για τον καθένα έναν καλό λόγο. Προπαντός στεκόταν μπροστά στα παιδάκια. Ασπαζόταν το καθένα χωριστά και του πρόσφερνε αντίδωρο ή ζαχαρωτά. Και δεν ξεχώριζε δικούς και ξένους, ενορίτες και μη. Αγαπούσε το μακρυνό με τον ίδιο ανυστερόβουλο αυθορμητισμό που αγαπούσε τον πλησίον. Και δεν κακολογούσε ποτέ και κανέναν ο Παπαποστόλης. Για κάθε παράπτωμα έβρισκε την ανθρώπινη εξήγηση και πρόστρεχε για να παραμυθήσει. Τι ανθρωπινός που ήταν μέσα στην αγάπη του! Γράμματα ήξερε λιγότερα-όμως θεοτικά. Γιατί υπάρχουν και τα άθεα γράμματα, αυτά που οδηγούν στην πανουργία και την καταστροφή. Τα θεοτικά, λοιπόν, και μια «έμφυτη πείρα» Που διέθετε, τον τοποθετούσαν ομορφότερα και ευστοχότερα στη ζωή. Κι ήταν ηγέτης: επιβλητικός άρχοντας του λαού και παρών στις κρίσιμες ώρες της ιστορίας του τόπου του. Είπαμε για την καθαρότητα και την παιδικότητα της καρδιάς. Αυτή την είχε και μάλιστα με το παραπάνω, ο Παπαποστόλης. Στεκόταν, λέει, μπροστά στον Άγιο και κουβέντιαζε μαζί του με θελκτικήν αφελότητα. Τον μάλωνε κι όλας:……".
Στην ένθετη εικόνα: Απεικόνιση του Παπαποστόλη, μέσα στο Ι.Ν. του Αγίου Χριστοφόρου, ως κτίτορος αυτού.
[ πηγή: https://www.epoxi.gr ]
|