ΚΛΕΑΡΧΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΛΕΑΡΧΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

Λουκόπουλος Κλέαρχος

Ο Κλέαρχος Λουκόπουλος, γιός του γνωστού λαογράφου  Δημητρίου Λουκόπουλου, γεννήθηκε στο Θέρμο της Αιτωλίας το 1908. Σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ., παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα θεάτρου και μουσικής στο Εθνικό Ωδείο. Μαθήτευσε το 1939 στο εργαστήριο του γλύπτη Θ. Απάρτη. Στην καλλιτεχνική του ενημέρωση συνέβαλαν ουσιαστικά τα ταξίδια που πραγματοποίησε από το 1934 ως το 1966 στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. Υπήρξε δραστήριο μέλος των καλλιτεχνικών ομάδων Αρμός (1949-1953), Άλφα (1960-1967), της Ομάδας για την επικοινωνία και την εκπαίδευση στην τέχνη (1976), της οποίας μάλιστα υπήρξε πρόεδρος κατά τα τέσσερα πρώτα έτη, καθώς και του Συνδέσμου Καλλιτεχνών (1976). Πραγματοποίησε πέντε ατομικές εκθέσεις γλυπτικής και σχεδίου στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Πήρε μέρος σε περισσότερες από τριανταπέντε ομαδικές εκθέσεις και διεθνείς διοργανώσεις σε χώρες της Ευρώπης και στις Η.Π.Α. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η 28η και η 33η Biennale της Βενετίας (1956 και 1966 αντίστοιχα), η 5η Biennale του Sao Paulo (1959) και η 3η Biennale Αλεξανδρείας την ίδια χρονιά. Στη δεκαετία του '60, με παραγγελία του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Α. Κωνσταντινίδη, φιλοτέχνησε μια σειρά έργων για τα ξενοδοχεία Ξενία στις πόλεις Βόλο, Λάρισα, Ολυμπία και Παλιούρι Χαλκιδικής. Συνθέσεις του κοσμούν δημόσιους χώρους σ' όλη την Ελλάδα. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι το Μαρτύριο του Αγ. Σεραφείμ (1949) στην Ι. Μητρόπολη Τρικάλων, οι προτομές του Αλ. Σβώλου και του Στ. Κυριακίδη στο Α.Π.Θ. και η Στήλη στο σταθμό Μετρό Εθνική Άμυνα (Αθήνα 2000). Για την ποιότητα του έργου του τιμήθηκε επανειλημμένα. Απέσπασε μετάλλιο στην Πανελλήνια Έκθεση του 1948, το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Τεχνοκριτικών, που χορηγήθηκε από το ελληνικό τμήμα της το 1963, ενώ αρνήθηκε το Εθνικό Αριστείο Τέχνης το 1972, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό την αντίθεσή του προς την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα της δικτατορίας. Πέθανε το 1995.
Ο Λουκόπουλος ανήκει στη γενιά των Ελλήνων γλυπτών που, γεννημένοι στην πρώτη δεκαετία του 20ου αι., ξεκίνησαν από την παραστατικότητα για να περάσουν, στη δεκαετία του '50, σε αφηρημένους τρόπους έκφρασης, στοχεύοντας να φέρουν την ελληνική τέχνη εγγύτερα σε ό,τι συνέβαινε από καιρό στις χώρες της Δύσης. Η πρώτη δημιουργική περίοδος του καλλιτέχνη αφορά, λοιπόν, έργα που πραγματοποιήθηκαν κάτω από την επίδραση της διδασκαλίας στην Α.Σ.Κ.Τ. και ειδικότερα του Θ. Θωμόπουλου.
Στα τέλη της δεκαετίας του '50 η στροφή του προς την αφαίρεση θα σηματοδοτήσει την αλλαγή και στις πρώτες ύλες του, που από τότε και στο εξής θα είναι κυρίως το μέταλλο. Η χρήση του διαφορετικού εκφραστικού λεξιλογίου δεν αλλοίωσε τα βασικά χαρακτηριστικά τού έως τότε έργου του: τη στερεότητα και την ισορροπία της δομής. Η δουλειά του, μέχρι περίπου το 1966, διακρίνεται από ένα συνδυασμό γεωμετρικής αυστηρότητας και καμπυλόγραμμων μοτίβων. Την ίδια εποχή οι κρατικές παραγγελίες για τα ξενοδοχεία του Ε.Ο.Τ. του έδωσαν την ευκαιρία για συνθέσεις μνημειακές στη σύλληψη και το μέγεθος, που κινούνται στην κονστρουκτιβιστική λογική της εναλλαγής κενών και συμπαγών όγκων.
Την τελευταία αυτή κατεύθυνση αξιοποίησαν και τα έργα της περιόδου 1966-72. Καθαροί γεωμετρικοί όγκοι συναρθρώνονται σε στέρεες Συνθέσεις, ενώ τα θέματα ορισμένων παραπέμπουν άμεσα στην προκλασική ελληνική αρχαιότητα.

Μετά τη μεταπολίτευση οι συμπαγείς όγκοι κυριαρχούν στα έργα του. Δεν διατηρούν τίποτε από την παραστατικότητα του ξεκινήματος της πορείας του και κινούνται στο πεδίο της αφαίρεσης. Στη δεκαετία του '80, τελευταία δημιουργική περίοδό του, πειραματίστηκε με υλικά όπως ο γύψος, ο τσίγκος, το φελιζόλ και το κερί, για να διαμορφώσει πλέον χώρους οι οποίοι μεταδίδουν μια αίσθηση μαγείας και παραμυθιού.

[πηγή:https://www.epoxi.gr]

 

ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Αυτός το πεδίο είναι κενό.